- ἐπιανδάνει
- ἐπϊανδάνει , ἐφανδάνωpleasepres ind mp 2nd sgἐπϊανδάνει , ἐφανδάνωpleasepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφανδάνω — ἐφανδάνω, επικ. τ. ἐπιανδάνω (Α) είμαι ευχάριστος, αρέσω, γίνομαι αρεστός σε κάποιον («ἐμοὶ δ ἐπιανδάνει οὕτως», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἁνδάνω «αρέσω»] … Dictionary of Greek